- ενταράσσω
- ἐνταράσσω, αττ. τ. ἐνταράττω, ιων. τ. ἐνθράσσω (Α)ανακινώ ταράζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνταραττόμενον — ἐνταράσσω toss about pres part mp masc acc sg (attic) ἐνταράσσω toss about pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… … Dictionary of Greek
ενθράσσω — ἐνθράσσω, αττ. τ. ἐνθράττω (Α) ιων. τ. τού ενταράσσω 1. κεντώ, νύσσω, προκαλώ νυγμό 2. υποκινώ, ταράσσω … Dictionary of Greek